-
1 παλικάρι
[паликари] ουσ. а. молодец, молодой человек, пареньΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παλικάρι
-
2 παλικάρι
[паликари] ουσ α молодец, молодой человек, парень. -
3 Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι
• Добрый молодец всегда нужную тропинку отыщетИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012——————• Доброму молодцу все по плечуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι
-
4 dadaş
παλικάρι -
5 kızan
παλικάρι -
6 koçak
παλικάρι, γενναιόδωρος -
7 богатырь
-
8 парень
-
9 витязь
[βίτις'] ουσ. α παλικάρι -
10 малый
[μάλυϊ] ουσ. α. αγόρι, παιδί, παλικάρι -
11 молодец
[μαλανηέτς] ουσ. α παλικάρι -
12 витязь
[βίτις'] ουσ α παλικάρι -
13 малый
[μάλυϊ] ουσ α αγόρι, παιδί, παλικάρι -
14 молодец
[μαλανηέτς] ουσ α παλικάρι -
15 ай
ай 11. επιφ. (εκφράζει φόβο, τρόμο)• ό, αχ! ωχ!•ай! больно ό, πονά•
ай! сын упал αχ! το παιδί έπεσε.
Συνήθως χρησιμοποιείται με επανάληψη και με την ίδια σημασία: ай-ай ή ай-ай-ай όι-όι, αχ-αχ, ωχ-ωχ κ. όι-οι-οι, αχ -αχ-αχ, ωχ-ωχ-ωχ.2. εκφράζει μομφή, ψόγο, κατάκριση• πωπώ!•ай! как нехорошо! πωπώ! πόσο (τι) άσχημα!
3. εκφράζει θαυμασμό, επιδοκιμασία• αχ! πωπώ! |ай! |как она поет αχ! τι ωραία που αυτή τραγουδάει.εκφρ.ай да... – να πως...•ай да молодец! – έτσι μπράβο παλικάρι μου!ай 2σύνδ. (διαλκ.) ή, είτε. -
16 витязь
-я α.παλ. πολεμιστής γενναίος, ανδρείος, παλικάρι. -
17 вояка
-и α. (αστ. κ. ειρν.) πολεμιστής, -αράς, παλικάρι της φακής. || καυγατζής, νταής. -
18 детина
-ы α. (απλ.) παίδαρος, παλικάρι. -
19 жаль
επιφ. με σημ. κατηγ.(είναι) κρίμα, λυπηρό, λυπάμαι, συμπονώ, σπλαχνίζομαι, ψυχοπονώ•мне тебя жаль σε λυπάμαι•
жаль парня κρίμα το παλικάρι•
жаль на него смотреть είναι νατον βλέπεις και να λυπάσαι•
мне стало жаль его τον λυπήθηκα•
он так скуп, что ему жаль куска хлеба είναι τόσο τσιγγούνης, που λυπάται ένα κομμάτι ψωμί•
мне жаль итого человека λυπάμαι αυτόν τον άνθρωπο•
мне жаль потраченного времени κρίμα το χρόνο που έχασα•
мне жаль, что вы уезжаете λυπούμαι πού φεύγετε•
жаль, что он уехал κρίμα που έφυγε•
мне жаль, что я уехал λυπάμαι που έφυγα•
мне жаль слышать это μου προκαλεί λύπη να το ακούω•
жаль брата κρίμα τον αδερφό•
(это) очень жаль (αυτό) είναι πολύ λυπηρό.
|| δυστυχώς•поесть-то здесь жаль нечего δυστυχώς, εδώ δεν έχει τίποτε για φαί.
-
20 жених
-а α.αρραβωνιαστικός, μνηστήρας, ο καλός. || εργένης, μπεκιάρης, παλικάρι.εκφρ.смотреть -ом – φαίνομαι σαν γαμπρός, έχω παρουσιαστικό γαμπρού.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παλικάρι — το 1. ο άφοβος, ο μαχητικός, ο γενναίος: Είναι παλικάρι στον πόλεμο. 2. νέος γενικά ή ανύπαντρος: Είναι παλικάρι ακόμα. 3. πληθ., παλικάρια κλέφτες ή στρατιώτες κατά τον αγώνα του 1821. 4. το αγόρι σε αντίθεση προς το κορίτσι: Έχει δύο κορίτσια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλικάρι — Παλαιά γραφή παλληκάρι. Ο γενναίος άνδρας, ο ριψοκίνδυνος. Λέγεται επίσης και ο πολεμιστής και, ιδιαίτερα, ο αγωνιστής του 1821. Στους βυζαντινούς χρόνους η λέξη σήμαινε κυρίως νέο πολεμιστή του πεζικού σώματος. Αργότερα όμως πήρε μεταφορική… … Dictionary of Greek
παλληκάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραφταναίων. * * * και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον) γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας,… … Dictionary of Greek
Вугуклаки, Алики — Алики Вугуклаки Αλίκη Βουγιουκλάκη Имя при рождении: Алики Стаматина Кумундуру Дата рождения: 20 июля 1933(1933 07 20) … Википедия
Вугуклаки — Вугуклаки, Алики Али´ки Стамати´на Вугукла´ки (греч. Αλίκη Βουγιουκλάκη), урождённая Кумунду´ру (20 июля 1933 23 июля 1996) гречанка, знаменитая актриса театра и кино. Родилась в г.Афины (район Маруси). Национальная звезда Греции. Проявила себя… … Википедия
Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… … Wikipedia
ηίθεος — ἠίθεος και συνηρ. τ. ήθεος, δωρ. φθεος, αιολ. ἠΐθεος, ό και σπαν. θηλ. ἠϊθέη (Α) 1. άγαμος, ανύπαντρος νέος, νέος που βρίσκεται σε ώρα γάμου, το παλικάρι («ἵστασαν χορούς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», Ηρόδ.) 2. οι θεωροί που στέλνονταν στη Δήλο 3.… … Dictionary of Greek
κρίμα — το (AM κρῑμα) ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ) νεοελλ. 1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι … Dictionary of Greek
λεβέντης — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 12 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 28 χλμ. ΒΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου. II Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. 1. Γεώργιος (Καρακοβούνι… … Dictionary of Greek
λεβεντόπαιδο — το νέος με ωραίο, αρρενωπό παράστημα και με γενναιοψυχία, παλικάρι … Dictionary of Greek
μελλάκιον — μελλάκιον, τὸ (Α) [μέλλαξ] 1. νεαρός, παλικάρι 2. παραγιός … Dictionary of Greek